Μια βόλτα μέρα μεσημέρι στην Πατησίων -για την ακρίβεια, οδηγώντας σε δυο ρόδες και πάνω στη διαχωριστική- μπορεί να σε πείσει για διάφορα πράγματα: καταρχάς ότι υπάρχει θεός – σε αντίθεση με όσα πιστεύεις τα τελευταία 30 χρόνια. Κατά δεύτερον, ότι ο αυτός ο θεός σε αγαπάει (Jesus loves you, ατομάκι!) Κατά τρίτον, ότι η συνεπιβάτισσά σου είναι πολύ πιο μάγκισσα απ’ όσο φαινόταν αρχικά.
Και να σκεφτείς ότι είναι goth-ισσα. Τα gothάκια αισθάνονται τόσο ζωντανά που αποζητούν ή εύχονται να ήταν νεκρά. Που τραγουδούν το θάνατο. Ευτυχώς, σκέφτομαι, δεν έχει βελτιωθεί καθόλου από τότε που τη γνώριζα. Με κρατάει σφιχτά απ’ τη μέση και γελάει σαν τρελή κάθε φορά που γέρνω το μηχανάκι ή τσιμπάω την κόρνα για να μας προσέξουν. Σταμάτα να γελάς, παιδάκι μου, της λέω στο πρώτο φανάρι. «Γιατί; Να μας προσέξουν και να μη μας χτυπήσουν δεν θές;» Τώρα μάλιστα. Είναι κι εξυπνάκιας.
Τι του βρίσκεις του Valo και λες ότι είναι θεός; τη ρωτάω αργότερα, σώοι και αβλαβείς, ξαπλωμένοι στο πορτοκαλί χαλί της.
«Εεε… τραγουδάει σαν θεός», λέει.
Α, ναι; Τον είχες δει στο Rockwave;
«Eσύ τι λες;» (θυμώνει)
Εγώ δεν λέω τίποτα. Άστο.
«Εσύ πιστεύεις στο θεό;» με ρωτάει.
Πιστεύω, λέω. Ήμουν άθεος, μέχρι που ανακάλυψα ότι είμαι θεός.
«Άσε μας, ρε» - μου πετάει το μαξιλάρι - «μεγάλωσες και δεν ξέρεις τι λες».
Εγώ μεγάλωσα; Εσύ είσαι που ομορφαίνεις κάθε χρόνο και πιο πολύ. Κι αυτό αν μη τι άλλο, αποδεικνύει την ύπαρξη κάποιας ανώτερης δύναμης (τώρα ξεκαρδίζεται).
Ο χειμώνας πάντοτε μου ξυπνούσε αναμνήσεις. Γλυκές αναμνήσεις κάποιου πράγματος που δεν έχω ζήσει ποτέ. Σαν νοσταλγία για κάτι που δεν γνωρίζεις. Στη Νότια Αμερική το λένε sοdade. Αυτό θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένα θεϊκό συναίσθημα. Μια χαρμολύπη. Μια ευτυχής απόγνωση! Να λυπάσαι και να χαίρεσαι συγχρόνως – σαν να κλαις που μόλις χώρισες από έναν μεγάλο έρωτα, αλλά να χαίρεσαι γιατί ξέρεις ότι είσαι πάλι ελεύθερος. Αυτό δεν είναι η λύτρωση;
Tέτοια σκέφτομαι επιστρέφοντας σπίτι. Στα ακουστικά μου παίζουν οι Manic Street Preachers «Μotorcycle Emptiness» και στα αυτιά μου τα τελευταία της λόγια: «τι θέλεις από μένα;»
Τι να θέλω; Πιο υπέροχο κι από το να σ’ αγαπούν είναι το να αγαπάς. Ξέρω πολύ κόσμο, φίλους και μη, που δεν μπορούν να το συλλάβουν. Θα μπορούσε να τους το εξηγήσει –όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα- ένας άγιος άνθρωπος. Που να τον βρεις όμως;
Πριν καιρό, ο φίλος μου ο Μ. έφτασε μέχρι το Θιβέτ για κάτι τέτοιο. Μου έφερε ένα μάνταλα. Το φορούσε στο λαιμό του ένας γιόγκι που δεν είχε ίχνος λίπους πάνω του. «Έχω ένα φίλο που θα ήθελε πολύ να σε γνωρίσει», του είπε ο Μ. κι εκείνος αποκρίθηκε: τότε να του δώσεις αυτό. «Τι είναι;» Δείχνει το δρόμο για τον Παράδεισο, να του πεις.
Η πέτρα στο μάνταλα κουνιέται λίγο. Έχει σκαλιστή μια προσευχή απ’ τη μια πλευρά, το δρόμο για τη Νιρβάνα και το σήμα του γιν γιαγκ από πίσω. Κάθε τόσο το βγάζω από τη μπλούζα και το κοιτάζω. Είναι τόσο ωραίο που με κάνει να αισθάνομαι σαν ιθαγενής που χαζεύει χάντρες και καθρεφτάκια. Ένας άπιστος.
Ο M. έφερε στην ψηφιακή και φωτογραφίες του γιόγκι, με την κατάλευκη γενειάδα του και το ισχνό του σώμα – ο τύπος είναι σαν ζωντανή αγιογραφία με κλειστά μάτια. «Είμαι έτοιμος να πιστέψω» του λέω. «Σε οτιδήποτε. Αν κάτι μας κάνει να αισθανόμαστε καλά, δεν πρέπει να το σνομπάρουμε, έτσι δεν είναι;»
Έχει πιάσει ένα ελαφρύ αεράκι. Ένα γλυκός βοριάς που κάνει την πέτρα στο μάνταλα να παγώνει μέσα απ’ το πουκάμισό μου. Κακώς έκανα που ανέβηκα στο μηχανάκι χωρίς μπουφάν. Σκέφτομαι τι να κάνει αυτή την ώρα ο γιόγκι. Πιθανόν να σκαλίζει ένα καινούριο μάνταλα μουρμουρίζοντας τις ευγενικές προσευχές του. Σκέφτομαι τι να κάνει κι εκείνη που πάω να συναντήσω. Και γελάω. Είμαι σίγουρος πως θα μου πετάξει τίποτε του στυλ «Δεν κρυώνεις; Θεέ μου!» That’s me? God?
Her god.
30.10.09
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
3 comments:
Τι όμορφο κείμενο! Τελικά όλοι θέλουν να πιστέψουν- σε οτιδήποτε!
you're a believer τελικά..
Κ.Κ.Μ.
Mα το να πιστέψεις σε κάποιον "καλό κάποιο", δεν μπορεί να σε κάνει κι εσένα καλύτερο;
Post a Comment