Κάθε βράδι και από μια διαφορετική εκτέλεση.
Πίνοντας το πρώτο long drink της βραδιάς, της λέω ότι η κβαντομηχανική έχει οδηγήσει σε μια εφεύρεση που λέγεται CD player και ότι τα νέα δισκάκια, εδώ και χρόνια, δεν έχουν σκρατς και λειτουργούν με οπτική ίνα. Γελάει και φυσάει τη βελόνα στο πικάπ για να μου τη σπάσει.
Νομίζει.
Οι άνθρωποι που βουτούν το μπισκοτάκι της ψυχής τους στον μέλανα ζωμό της jazz, στη νυχτερινή αχλύ ενός τρελού σαξοφώνου ή ενός be-bop πιάνου που σαλτάρει τις χορδές του, έχουν συνήθως ιδιαίτερο γούστο και ακλόνητες απόψεις. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε ίσως να ταράξει το ουίσκι τους είναι η ίδια η μουσική. Ένα swing, ένας λυγμός πνευστού, ο αδιάκοπος αυτοσχεδιασμός μέσα από τον οποίο κάθε jazz μουσικός βγάζει τη δική του απολύτως προσωπική έκφραση, ακριβώς όπως κάθε έραστής έχει τη δική του γεύση, τον δικό του τρόπο, τη δική του κίνηση.
«Μάντεψε ποιον είδα σήμερα», της λέω σκεπτόμενος όλα αυτά.
«Ποιον;» ψιθυρίζει με την τραγουδιστή φωνούλα της.
«Τον Charlie».
«Αυτό που μου λες εσύ σήμερα, εγώ το έχω ακούσει αύριο», μου απαντάει φτιάχνοντας τις βλεφαρίδες της σε ένα μικρό καθρεφτάκι που εμφανίζει απ’ το πουθενά. «Είπε αν θα περάσει από δω;»
Η Helena τραβάει κάτω απ’ το deck, ένα μικρό, τετράγωνο κομμάτι χαρτόνι (ή μήπως είναι βιβλιαράκι;) Τίποτε απ’ τα δυο. Είναι ένα CD που το booklet του μοιάζει με βιβλίο γιατί είναι γεμάτο εικόνες και λέξεις. «Την τελευταία φορά, ο Charlie άφησε ΑΥΤΟ εδώ», λέει. «Είναι ένας δίσκος ακτίνας όπως τον λες. Ένας δίσκος με όλους τους μεγάλους: Ella, Billie, Duke, Dizzy…»
Την ρωτάω αν τον άκουσε.
«Ναι. ΔΕΝ έχει σκρατς. Ποιος μπορεί να ακούσει Βird χωρίς να πηδά η βελόνα;»
Της λέω να χαλαρώσει, να βάλει να ακούσουμε το δισκάκι και να μου δώσει να δω το booklet. Α, και να μου φτιάξει ένα ακόμη κοκτέιλ, από εκείνα τα πράσινα.
Οι πρώτες νότες του “I’ll Be Seeing You” γεμίζουν το απογευματινό άβατο των ονείρων που η Helena ονομάζει “bar”. Η σχεδόν κοριτσίστικη φωνή της Billie Holiday ραγίζει τα πάντα, μια φωνή κοριτσιού-γριούλας όπως ήταν πάντα η Billie, ικανή να σε κάνει να συλλαβίζεις μαζί της την υπέρτατη ταπείνωση που είναι ο έρωτας: “All of me… why not take all of me? Can’t you see? I’m no good without you…”
Tα μάτια της μοιάζουν με χλωμά ηλιοτρόπια, το στήθος της, στήθος χορεύτριας, ανεβοκατεβαίνει καθώς λαχανιάζει χτυπώντας το σέικερ με το (δικό μου) κοκτέηλ, το πάνω χείλος της είναι λίγο ιδρωμένο, είμαι ο μόνος πελάτης, είμαι ο μόνος που θα την περιμένει να σχολάσει, είμαι λίγο πιωμένος και αυτό το bar είναι το δικό μου ιερό του πόθου. “Jazz me, baby”, της λέω. «Θα έρθεις σπίτι μου απόψε;»
Σχεδόν αμέσως, η πόρτα ανοίγει και ξαφνικά, με ένα γενναιόδωρο χο-χο-χο, μπουκάρει ο Charlie με το σαξόφωνό του σε μια θήκη που μοιάζει να την ανέσυρε απ’ το βυθό. Ενθουσιασμένοι, η Helena κι εγώ τον υποδεχόμαστε με σφηνάκια amaretto που τα ρουφάμε όλοι μαζί με ηδυπάθεια μέσα από μισά-κομμένα λεμόνια. Εκείνη κάνει την θυμωμένη και τον ρωτά που χάθηκε δυο βδομάδες. Ο Charlie μας διηγείται μια απίστευτη ιστορία: ότι για πρώτη φορά τον πλήρωναν για να μην παίζει. Που; Σε ένα παράνομο στριπτηζάδικο που, καθώς δεν είχε άδεια λειτουργίας, οι μουσικοί αναγκάζονταν να περιμένουν με τα όργανα στο χέρι την περίπτωση που θα μπουκάριζε η αστυνομία για να αρχίσουν να παίζουν – τάχα ότι το μαγαζί έχει ζωντανή ορχήστρα κι όχι κορίτσια έτοιμα για όλα. Σκάμε στα γέλια και τότε εκείνος πηδάει πίσω απ’ το bar και αγκαλιάζει την Ηelena ενώ στα ηχεία ο Oscar Peterson χαϊδεύει στα πλήκτρα την ερωτική προσευχή: “Someday he’ll come along, the man I love”. Τη φιλά στο στόμα και χώνει τα χέρια του κάτω απ’ τη μπλούζα της.
Στο κάτω κάτω, είναι η γυναίκα του.
Images from here
No comments:
Post a Comment