13.11.09

Μόνη της

Κάθεται μπροστά σε έναν από τους 160 παρατεταγμένους υπολογιστές, σε ένα από τα αχανή παραρτήματα αλυσίδων Internet Café, από αυτά που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια για LAN games. Επαφή με τον έξω κόσμο καμία: φοράει ακουστικά και παίζει με μανία ένα videogame, το Counter Strike. Πυροβολεί ότι κινείται – αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός του παιχνιδιού.

Χειρίζεται έναν κομμάντο που αλλάζει όπλα και πυροβολεί ακατάπαυστα, εξολοθρεύοντας ότι μπαίνει στο οπτικό του πεδίο. Τα χέρια της τρέχουν στο πληκτρολόγιο για αλλεπάλληλα Save και επαναφορά των ρυθμίσεων που έχει προεπιλέξει. Σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του παιχνιδιού, αυτή είναι λεπτοκαμωμένη, φοράει κοντομάνικο (η έξαψη του παιχνιδιού;) και καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. A real player.

Αν τύχει να περάσει πίστα καθαρίζοντας τα big bosses του παιχνιδιού, σηκώνει τον αντίχειρα και πανηγυρίζει βουβά. Αν χάσει, χειρονομεί με ένταση – τότε μπορεί και να βγάλει τα ακουστικά, για να ακούσει τη φωνή της να λέει «πέθανα», «φτου γαμώτο, από ήρθαν αυτοί;» ή κάτι αντίστοιχα ρητορικό.

Είναι όμορφη. Μελαχρινή τόσο που με κάνει να απορώ: αν κρίνω από τις ώρες που έχει κολλήσει σε αυτόν τον υπόγειο παλιό κινηματογράφο ο οποίος στεγάζει τώρα το Internet Café, δεν πρέπει να τη βλέπει πολύ ο ήλιος. Έχει τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά με λαστιχάκι, φοράει στενό τζην, snickers και δερμάτινα βραχιολάκια στο χέρι. Την κάνω γύρω στα 20. Πάνω ή κάτω.

Το πρόσωπό της είναι καθαρό. Από αυτά που δεν αμφιβάλλεις ότι μπορεί να σου πουν τα πιο εξόφθαλμα ψέματα. Ψέματα ωραία, σαν τη ζωή. Τη ζωή της. Ειδικά αυτήν. «Πετάγομαι για φαΐ, μη με κλείσεις» λέει στον υπάλληλο του café. «Επιστρέφω σε 5’». Ναι καλά, μουρμουρίζει εκείνος. «Αυτό που σου είπα, ακούς;» επιμένει θυμωμένη, «όχι σαν την άλλη φορά».
Τώρα, μοιάζει λίγο με κομμάντο.


Ο υπολογιστής που άφησε πίσω της, τρεμοπαίζει ένα screen saver. Φύλλα ξερά πέφτουν και μαζεύονται στο κάτω μέρος της οθόνης. Μια όμορφη προσομοίωση, που μου θυμίζει έναν παρ’ ολίγον φίλο, ένα απόγευμα που ο ήλιος έδυε πάνω από την ανισόπεδη της Κηφισίας: «δεν είναι ωραίος ο ουρανός; Σαν screensaver». Ωραίος είναι, ηλίθιε, είχα απαντήσει και έφυγα χωρίς να του ξαναμιλήσω ποτέ.

Ευτυχώς, το γεύμα της δεν διαρκεί πολύ. Τίποτε δεν διαρκεί πολύ εδώ που τα λέμε. Εκτός ίσως από το παιχνίδι. Το δικό της παιχνίδι. Αυτό, μπορεί να της πάρει ώρες. Επιστρέφει ορεξάτη, με μια κόκα στο χέρι – όπως κινείται και κυματίζει η αλογοουρά της, θα την έπαιρνες για τη Lara Croft. Κάθεται πάλι στον υπολογιστή, φοράει τα ιδρωμένα της ακουστικά και ξεχύνεται σε μια καινούρια πίστα.

Οι κάλυκες απ’ τα όπλα της, πετάγονται δεξιά κι αριστερά σαν τζιτζίκια όταν περνάς κοντά απ’ τα δέντρα το καλοκαίρι. Σαλτάρει πάνω απ’ τα πτώματα που αφήνει πίσω της, σκύβει για να μαζέψει διάφορα bonus λάφυρα απ’ το έδαφος. «Αmmo από χάμω», σκέφτομαι και χαμογελάω. Σκύψε για να σηκωθείς ξανά, girl.

Τέλειωσε ένα δύσκολο stage. Σκουπίζει τα χέρια στο παντελόνι της. Ιδρωμένες παλάμες. Πίνει μια γενναία γουλιά αναψυκτικό. Ψάχνει κάτι στην τσάντα της. Το κινητό. Γράφει ένα μήνυμα. Της παίρνει λίγο. Κοιτάζω τα μάτια της, που πριν φωτίζονταν απ’ την οθόνη του PC, να φωτίζονται τώρα απ’ την LCD του κινητού. Πρέπει να είναι μαύρα σαν τα μαλλιά και τα αγέρωχα φρύδια της.

Τώρα χαμογελάει. Η ώρα είναι δέκα και μισή το πρωί. Το café είναι σχετικά έρημο ακόμη. Μου ρίχνει μια ματιά και επιστρέφει στον άντρακλα με τα πιστόλια που την περιμένει ασθμαίνοντας στην οθόνη. Πατάει ξανά τα πλήκτρα με προσεκτικές κινήσεις μαθητευόμενου μάγου και συνεχίζει να παίζει απορροφημένη. Απτόητη. Τώρα έχει πολλές ζωές.

Νομίζει. Μπορεί να μοιάζει έτσι όταν είσαι 20, αλλά όχι. Δεν έχει πολλές ζωές. Kανείς μας δεν έχει. Και έρχεται μια μέρα σαν κι αυτή, όταν ο ήλιος του χειμώνα επιμένει να ζεσταίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό το ψηφιακό υπόγειο, που συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να κάνεις όχι save, αλλά ούτε και restart για να ξαναρχίσεις το παιχνίδι απ’ την αρχή.
Βγαίνω τρέχοντας στο φως.


Δημοσιεύθηκε στο free press CITY

3 comments:

Prokopis Doukas said...

Ωραίο... Το κείμενο εννοώ! :-)

Michael Sc said...

Ευχαριστώ σε, Προκόπη για το ανέλπιστο σχόλιο. Συμβαίνει να έχω συχνά την εντύπωση ότι οι ιστορίες και τα λόγια μας στα περιοδικά, δεν αφορούν κανένα.

Nailgun said...

Απίθανη ιστοριούλα!