Κάθισε στον καναπέ και άναψε την πίπα του. Χρόνια ηθοποιός στο Εθνικό, σήμερα «θύμα των κομματικών μεθοδεύσεων» αφού όπως λέει δεν ανήκε πουθενά προς τα κεντροδεξιά. Άλλοτε ζεν πρεμιέ, έχει παίξει στο θέατρο με όλους τους μεγάλους της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, παιδάκι τότε εκείνος και ξεκίναγε. Πέρασε κι από την Επίδαυρο σε ρόλο πρωταγωνιστικό... Τηλεόραση ποτέ. Εκτός από το ασπρόμαυρο, μια φορά κι έναν καιρό, «Θέατρο της Δευτέρας».
Οι ιστορίες που μου λέει είναι απίστευτες. Για τον Ηλιόπουλο που ντρεπόταν να ομολογεί την ηλικία του και μια μέρα συναντά έναν συμμαθητή του – σερβιτόρο σε εστιατόριο της Θεσσαλονίκης ο οποίος τον θυμάται: «48 δεν είστε κύριε Ντίνο;». Για τον Σταυρίδη που κάθε βράδυ στη σκηνή του θεάτρου, τους έκανε να μην κρατιούνται απ’ τα γέλια αφού αυτοσχεδίαζε «μου-α-χα, για ξεκολλήστε παιδιά».
Για τον Αυλωνίτη που οι Ρώσοι ιμπρεσάριοι του Εθνικού Θεάτρου της Μόσχας αναρωτιόνταν ένα βράδυ που έτρωγαν όλοι μαζί -και μη γνωρίζοντας γρι ελληνικά με αποτέλεσμα να καταλαβαίνουν μόνο απ’ τις εκφράσεις του- «ξέρει πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι;».
Είμαι πολύ μικρότερός του, αλλά καταλαβαίνω τι εννοεί. Του λέω γελώντας, ότι έχω παίξει κι εγώ μια φορά σε ένα «Θέατρο της Δευτέρας» σε έργο του Μαξίμ Γκόρκι, αδιάφορος (ήμουν τόσο μικρός!) απέναντι στην καταλυτική παρουσία του Λυκούργου Καλλέργη. Κομπαρσαρία, φυσικά. Μαζί με έναν άλλο φίλο, τον Ν. Π. που ήμασταν τότε στο ίδιο γκρουπ, κάναμε δυο μουσικούς του δρόμου που μας έμπαζαν στο σπίτι και παίζαμε ζωντανά, εγώ στο μαντολίνο κι εκείνος στην κιθάρα, ένα κομμάτι του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, που είχε γράψει τη μουσική για το θεατρικό. Στο τέλος μας έδιωχναν αποκαλώντας μας «ατάλαντες θηριωδίες».
«Αα! Ατάλαντες θηριωδίες δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν», μου λέει και γελάμε, πίνουμε, μοιραζόμαστε για λίγο την ατμόσφαιρα των διαδρόμων της ΕΡΤ, με τα ξεχασμένα πιάνα στις αίθουσες και τις κλειστές πόρτες που κάνουν το κτήριο να μοιάζει με λαβύρινθο. Του περιγράφω τη στιγμή του μακιγιάζ και το βεστιάριο όταν με ντύνουν με κάτι γυαλιστερά ρούχα, κασκέτο μουζίκου και μου βάζουν γένια, ενώ εγώ γεμάτος απ’ το θράσος της ηλικίας, ρωτώ «μα, δεν θα έπρεπε να είμαι πιο ατημέλητος; Υποτίθεται πως παίζω ένα μουσικό του δρόμου και με έχετε ντύσει σαν στρατιωτάκι».
«Αγόρι μου», μου απαντάνε, «αυτά που κάνουμε εμείς εδώ, θα τα ζήλευε κι ο Φελλίνι».
Τα είχα και με κορίτσια ηθοποιούς. Κάποιες είχαν ταλέντο, κάποιες όχι πολύ, κάποιες είχαν απλώς καλές δημόσιες σχέσεις. Θυμάμαι μια όμως, που μια φορά που συζητούσαμε για την τηλεόραση, μου είπε πως ενώ δεν θα ήθελε τα παιδιά μας (ξέρω, ξέρω, γι’ αυτό χωρίσαμε) να βλέπουν φόνους στα αμερικάνικα σήριαλ, ευχαρίστως θα τα άφηνε να παρακολουθούν ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. «Εκεί τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα», ήταν τα λόγια της, «οι ρόλοι σαφείς – υπήρχε η γυναίκα και η απατεώνισσα, ο άντρας και το λαμόγιο, ο καλός και ο κακός. Σήμερα από πού θα πάρει παράδειγμα ένα παιδί που μεγαλώνει, από τον Σεφερλή;»
Αλλαγή σκηνικού. Μου αφηγήθηκαν κάποτε το εξής περιστατικό. Στην πλατεία Αγίας Σοφίας στο Νέο Ψυχικό, πάνε χρόνια, τρακάρουν δυο αυτοκίνητα. Το μπροστινό –που δεν έφταιγε κιόλας- ανοίγει και από τη θέση του οδηγού βγαίνει ο Θανάσης Βέγγος. Εμβρόντητος ο φταίχτης οδηγός τον ακούει να του λέει «καλέ μου άνθρωπε…» και σκάει χαμόγελο.
Καταλήγουν να γελούν και ο οδηγός να του ζητά αυτόγραφο... Η μαγεία του Βέγγου όταν λέει τις τρεις αυτές λέξεις υπερβαίνει την απλή ηθοποιία, γλυκαίνει την καρδιά, κάνει την πραγματικότητα πολύ πιο ανεκτή, ακόμη κι αν έχεις τρακάρει μαζί του και ξέρεις ότι φταις.
Ο φίλος μου επανέρχεται δριμύτερος - μερικές φορές του αρέσει να μιλά με παραβολές: «Θα σου πω κι εγώ μια αληθινή ιστορία. Στα πρώτα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, ο Κουν είχε έναν μαθητή που δεν είχε καθόλου ταλέντο. Προσπάθησε να τον αποθαρρύνει ευγενικά. Δεν έπιασε. Ο τύπος είχε επιμονή και ενδεχομένως αγαπούσε αυτό που έκανε. Μια μέρα, ο Κουν δεν άντεξε: αγόρι μου, του λέει, δεν έχεις κλίση, παραδέξου το. Παράτα τα. Κάνε κάτι άλλο. Είσαι πρακτικός άνθρωπος, θα μπορούσες να γίνεις έμπορος ή κι εγώ δεν ξέρω τι… Ηθοποιός δεν θα γίνεις ποτέ».
Ο μαθητής του, όμως, επέμεινε. Τέλειωσε τη σχολή, έπαιξε σε θέατρο και τηλεόραση, σήμερα χαίρει μιας σχετικής εκτίμησης (σημ. και μην μου στείλετε mail, δεν θα σας πω το όνομά του). Έγινε και πρωταγωνιστής. Χρόνια μετά, ύστερα από κάποια πρεμιέρα, συναντήθηκαν με τον Κουν στην έξοδο του θεάτρου. «Είδες δάσκαλε, που έλεγες ότι δεν θα γίνω ποτέ ηθοποιός;» ρώτησε αφοπλιστικά ο άλλοτε μαθητής του. Κι ο Κουν, με τρυφερότητα και κρατώντας του το χέρι: Είδες αγόρι μου που στα ΄λεγα;»
Δημοσιεύθηκε στο free press CITY
4 comments:
Εχεις παίξει σε θεατρο της Δευτερας; ΠΛΑΚΑ ΚΑΝΕΙΣ!
Μικρός, ντε. Πολύ.
Η ατακα του κουν στο τελος ειναι ολα τα λεφτα!
Μαριλού,
μιλάμε για εμπειρία, χωρίς πλάκα. Είχαμε πληρωθεί τότε, 15.000 δραχμές μεροκάματο ως ηθοποιοί/μουσικοί, εκεί που ως απλοί κομπάρσοι σε διαφημίσεις καθαρίζαμε συνήθως γύρω στις 30.000 δρχ.
Crispy,
o Kουν ήταν σπουδαίος τύπος όπως φαίνεται, τα "κουνάκια" που αποφοίτησαν τα επόμενα χρόνια όμως, όχι πάντα.
Post a Comment