Τα τελευταία 27 χρόνια, δημιουργεί με κύριο υλικό το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, ορισμένα από τα πιο συναρπαστικά γλυπτά, κοσμήματα και χρηστικά είδη αφρικανικής τέχνης, αντλώντας έμπνευση από το μοναδικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.
O ίδιος, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες μυθιστορήματος. Το modus vivendi του, φέρνει στο νου τον Άλαν Κουότερμεϊν που υποδύθηκε ο Σον Κόνερι στο The League Of Extraordinary Gentlemen και τον Πίτερ Μπίαρντ - τον φαντάζομαι να καπνίζει το πούρο του μέσα στην αφρικανική σαβάνα ενώ μου απαντά με πραότητα ότι οι ήχοι που ακούω από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, είναι άγριοι παπαγάλοι σε μια συστάδα δέντρων πίσω του.
«Στη φάρμα μας έχουμε ζώα, εξημερωμένα και μη. Σκυλιά, άλογα, παπαγάλους, φίδια… Και όχι μόνο. Έναν ολόκληρο μικρό οικισμό, όπου καμία εκατοστή άνθρωποι εργάζονται με συνθήκες πλήρους απασχόλησης», λέει.
Μέσα στη φάρμα αυτή βρίσκονται ακόμη η οικογενειακή του κατοικία, τα εργαστήρια της τέχνης του (χυτήριο, αποθήκες κ.λπ.), γραφεία, ρεσεψιόν, στούντιο πωλήσεων και στην κορυφή ενός λόφου, με θέα το ηλιοβασίλεμα, το βασικό εργαστήριό του – ένα μπάνγκαλοου σε African-style, με βαριές ξύλινες πόρτες και δοκάρια από τικ. Εκεί σμιλεύει τις δημιουργίες του σε ασήμι - ένα από τα πολύτιμα μέταλλα που στο παρελθόν έφεραν τους Ευρωπαίους αποίκους σε αυτή την άκρη της γης, αναζητώντας το δικό τους Ελντοράντο.
«Η ενασχόλησή μου με την τέχνη δεν έχει τίποτε το ακαδημαϊκό» λέει. «Από μικρός, 8-9 ετών, ζωγράφιζα και βρισκόμουν σε επαφή με τα άγρια ζώα και την φύση. Καλλιτέχνης έγινα τη μέρα που έφτιαξα κάτι που θα ήθελε κάποιος να αγοράσει».
Αυτό όμως, συνέβη αργότερα, την εποχή που ο Μαύρος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στις Ροδεσιανές Ειδικές Δυνάμεις (η πρώην Αγγλική αποικία «Ροδεσία», μετονομάστηκε σε Ζιμπάμπουε μετά το 1980). Ήταν τότε, που θέλοντας να εντυπωσιάσει μια γυναίκα, η οποία σήμερα είναι πλέον σύζυγός του, την Κάτια Χόλστεντ, σκάλισε σε ένα κομμάτι ελεφαντόδοντο δυο σκουλαρίκια για κείνην, με το σχήμα του αγαπημένου της λουλουδιού, το τριαντάφυλλο. «Τα σκουλαρίκια άρεσαν σε όλους», λέει σήμερα. «Άρεσαν στην κομμώτριά της, στους συγγενείς της, στις φίλες της!» Σε εκείνην άρεσαν; ρωτάω. Γελάει με αυτοπεποίθηση απαντώντας: «Φυσικά! Μου πρότεινε μάλιστα να φτιάξω κι άλλα και να τα πουλάω. Έτσι ξεκίνησα μια μικρή επιχείρηση, η οποία σήμερα έχει γίνει μεγάλη». Όπως και η οικογένειά του. Σήμερα, με την Κάτια, ο Πάτρικ Μαύρος έχει κάνει τέσσερις γιους: τους Αλέξανδρο (30), Φορμπς (29), Πάτρικ (24) και Ρόμπερτ (21). Όλοι τους πήγαν στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και όλοι τους είναι καλλιτέχνες στην οικογενειακή επιχείρηση.
Από τότε κύλησε πολύς καιρός και πολύ ασήμι στα καλούπια των καλλιτεχνημάτων του. Τα μικρά γλυπτά του, εμπνευσμένα από την άγρια φύση, αποτελούν σήμερα collector’s items λόγω της μοναδικής τους λεπτομέρειας, η οποία οφείλεται εν πολλοίς και στο ότι ο δημιουργός τους έχει σπουδάσει ανατομία.
«Έχω πάθος με την ακρίβεια. Αν κοιτάξει κανείς τα γλυπτά μου, κανένα πλάσμα και κανέναν αντικείμενο δεν μοιάζει με άλλο. Είναι μοναδικά», υπογραμμίζει.
Και τι απεικονίζουν τα έργα του; «Κηροπήγια με ζώα που στέκονται κάτω από ένα δέντρο. Γλάρους που πετούν πάνω από κύματα... Μπορεί να σκεφτώ μια γυναίκα ντυμένη με ένα μπρασελέ από δέρμα κροκοδείλου. Μια άγρια ατμόσφαιρα ομορφιάς να τονίζει αντιστικτικά την γυναικεία κομψότητα και χάρη».
Η Ζιμπάμπουε είναι μια αρχαία χώρα που αν σήμερα φαντάζει δυσπρόσιτη, τον προηγούμενο αιώνα ήταν ακόμη πιο μακρινή για έναν Έλληνα. Ομογενής τέταρτης γενιάς πλέον, ο Πάτρικ Μαύρος θυμάται: «Ο παππούς μου, Σταμάτης Μαύρος, ήρθε με τα αδέλφια του από την Κάρπαθο στην Αφρική, το 1901. Έφτασαν στο Νατάλ που τότε ήταν βρετανική αποικία, τέσσερις άντρες που δεν ήξεραν λέξη αγγλικά. Για να επιβιώσουν πουλούσαν σπιτικό παγωτό, ως πλανόδιοι. Επειδή δεν είχαν άδεια εργασίας, η αστυνομία συνέλαβε τον παππού μου και κινήθηκε η διαδικασία να τους απελάσουν. Έψαξαν δικηγόρο που να μπορεί να μιλά αγγλικά, αλλά κανένας δεν δεχόταν να αντιπροσωπεύσει Έλληνα... Τότε ο παππούς βρήκε έναν Ινδό δικηγόρο, ο οποίος τους εκπροσώπησε και κατάφερε τελικά να κερδίσει την παραμονή τους, το 1902. Το όνομά του ήταν Μαχάντμα Γκάντι!».
Περήφανος και ενθουσιώδης για την κληρονομιά του, ο Πάτρικ Μαύρος έχει αγωνιστεί πραγματικά για να κρατήσει τα εδάφη της οικογενειακής φάρμας, μια και η αγροτική μεταρρύθμιση του 2000 στη Ζιμπάμπουε, προέβλεπε την αναδιανομή της γης που ανήκε άλλοτε σε μια μειονότητα 4.500 λευκών γαιοκτημόνων, στην πλειοψηφία των γηγενών. Πολλοί εγκατέλειψαν τότε τις εκτάσεις τους, εκείνος όμως, ανάκτησε τη δική του γη «αγοράζοντάς την» βάση του νόμου, για τα επόμενα 100 χρόνια. «Ζούμε στην Αφρική εδώ και γενιές. Αυτή η ήπειρος είναι η πατρίδα μας» λέει, ενώ τονίζει ότι χρησιμοποιεί δέρματα και πρώτες ύλες από εκτροφεία – το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε, είναι να βλάψει τη γη που τον εξέθρεψε.
Ο μόνος ίσως επιχειρηματίας στον κόσμο που έχει σήμερα έδρες σε Μαυρίκιο, Ζιμπάμπουε και Λονδίνο, ο Πάτρικ Μαύρος βλέπει πλέον τη φήμη του να αναγνωρίζεται ευρύτερα διεθνώς και διάσημους πελάτες να προτιμούν τις δημιουργίες του. Καθίσματα από δέρμα ζέβρας, ασημένιες αγκράφες και μινιατούρες ζώων, χρηστικά και μη, έργα τέχνης. Ο Βασιλιάς της Ισπανίας είναι μανιώδης συλλέκτης έργων του και ο πρίγκηπας Χάρι της Αγγλίας χρησιμοποιεί τις από δέρμα κροκοδείλου ζώνες του για τα βασιλικά του ενδύματα.
«Η καλλιτεχνική μου ψυχή είναι κατά βάθος αφρικανική», λέει ο ίδιος. «Συλλέγω ιστορικά αντικείμενα αφρικανικής τέχνης, ασπίδες και ακόντια, ρόπαλα και ενδυμασίες, θρόνους και σκήπτρα - με όλα τους τα ιστορικά ντοκουμέντα γνησιότητας. Υπάρχει κάτι σε αυτή την ήπειρο που δονεί τις εσωτερικές μου χορδές. Την ίδια στιγμή, το ότι είμαι ελεύθερος πνευματικά άνθρωπος, θεωρώ ότι το χρωστώ στην ελληνική μου κληρονομιά. Σε αυτήν οφείλω το χρώμα του δέρματος, των ματιών και των μαλλιών μου, όπως και τη βάση για όλες τις λέξεις που χρησιμοποιώ στα αγγλικά».
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό STATUS
Patrick Mavros official site
Patrick Mavros official site
No comments:
Post a Comment