29.7.12

Πρόθεση φόνου

Αυτόν τον τύπο τον ξέρω. Εδώ και τρεις μήνες είναι χωρίς δουλειά. Εδώ και τρεις βδομάδες, τα βράδια του κλέβουν τη βενζίνη από τη μηχανή του. Στην αρχή δεν το είχε πάρει χαμπάρι, το ανακάλυψε μια μέρα ξαφνικά.
Συνήθως έρχεται αργά το βράδυ έχοντας ψάξει μεροκάματα σε μπαράκια και όταν επιστρέφει τον ακούς να κλαίει στην τουαλέτα. Παρκάρει τη μηχανή του μπροστά στο σπίτι, έχει συναγερμό, όμως τα τζιμάνια έχουν βρει τρόπο να ανοίγουν το καπάκι της με κατσαβίδι και μετά τα πράγματα είναι εύκολα, καθώς η τάπα δεν έχει κλειδαριά. Ακόμη την ξεχρεώνει – αυτό όμως δεν έχει σημασία για κανέναν εκτός από τον ίδιο και για τη συμβία του, με το μισθό της οποίας ζούνε. 620 ευρώ καθαρά. Νοίκι φυσικά. 260 το μήνα, που ο ιδιοκτήτης, να ‘ναι καλά ο άνθρωπος, τους το έριξε από μόνος του ένα 20αρικο – σα να λέμε όσο κοστίζει η βενζίνη που του κλέβουν αυτοί στις δυο βδομάδες.
Την τελευταία φορά, όμως, λύγισε. Το προηγούμενο βράδυ, χαρούμενος που είχε βάλει 15 ευρώ, πήγε να πάρει τη γυναίκα του από το σταθμό του ΟΣΕ, ερχόταν από Θεσσαλονίκη που είχε πάει να δει τους γονείς της.
Το βραδινό αεράκι ως τον Υμηττό όπου μένουν αντηχούσε όπως δυο χρόνια πριν, τότε που είχαν ακόμη τις δουλειές τους και χρήματα για να δραπετεύουν στις δυο ρόδες, να συναντούν τους φίλους τους στην Αθήνα ή και εκτός. Η μηχανή ήταν γι’ αυτούς πάντα ελευθερία, διέξοδος, τρόπος να βλέπεις τα πράγματα – δακρυσμένος από τον αέρα.
Το επόμενο πρωί, ανέβηκε στη μηχανή να πάει στον ΟΑΕΔ. Δυο στενά αργότερα, είδε το λαμπάκι της βενζίνης πορτοκαλί και τον δείκτη να δείχνει άδειο ντεπόζιτο. Είχε συμβεί άλλες δυο τρεις φορές, αλλά τη μία του πέρασε από το νου ότι μάλλον ήταν ιδέα του ότι είχε βενζίνη –ίσως είχε ξεχάσει να βάλει αφού πλέον έβαζε τόσο σπάνια!- ή ότι τον είχαν κλέψει στο βενζινάδικο ή ακόμη και ότι μπορεί από κάπου να έχανε το ντεπόζιτο.
Την πρώτη φορά είχε σταματήσει στον μηχανικό του και ανάμεσα σε υποσχέσεις για το μεγάλο σέρβις που είχε καθυστερήσει και το μετάθεσε και πάλι «για το Σεπτέμβρη πρώτα ο θεός», του είχε ζητήσει να δει τη μηχανή. Δεν είχε τίποτα. «Αν έχανε θα το είχες καταλάβει» του είπε ο μάστορας και έφυγε προβληματισμένος.
Αυτή τη φορά όμως, δεν υπήρχε αμφιβολία. Σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο και έβαλε πέντε ευρώ. Ανοίγοντας την τάπα, είδε τις προσεκτικές κατσαβιδιές στο πλαστικό που τη συγκρατούσε. Έβαλε πέντε ευρώ από τα δέκα που είχε. Κράτησε άλλα πέντε για την περίπτωση που χρειαζόταν να βγάλει καμία επιπλέον φωτοτυπία για την αίτηση επιδόματος ανεργίας.
Ξεκίνησε σκεπτικός. Η βελόνα εκεί. Στο μηδέν – στα μάτια του έμοιαζε με το πλην άπειρο. Το λαμπάκι της βενζίνης σταθερά αναμένο. «Μου τη στράγγισαν» σκέφτηκε και μπήκε στο επόμενο βενζινάδικο. Έβαλε βενζίνη και τα άλλα πέντε ευρώ που είχε. Μετά ξέσπασε σε κλάματα μπροστά στον βενζινά.
«¨Ελα ρε φίλε, άλλων τους κλέβουν τις μηχανές, μην κάνεις έτσι».
Περιμένοντας στην ουρά του ΟΑΕΔ, το μυαλό του τριβέλιζε μια ιδέα. Θα τους την έστηνε. Θα τους έδειχνε αυτός. Τα κωλόπαιδα που τον έκλεβαν θα το πλήρωναν. Δεν ήξερε πώς ή με ποιον τρόπο, αλλά είχε σκοπό να τιμωρήσει τους αναίσθητους που τον αφαίμαζαν – και δεν θα ταν ο μόνος φτωχομπινές τον οποίον έκλεβαν, σκεφτόταν, το προάστιο ήταν λαϊκό, μέναν άνθρωποι όχι ακριβώς ευκατάστατοι, με χαμηλά ενοίκια, αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος που πριν ένα χρόνο άφησαν το ωραίο τους σπίτι στα Εξάρχεια για να μετακομίσουν εκεί με τη συμβία του.
Για αρχή πήγε στην Αστυνομία, αλλά τον αντιμετώπισαν μάλλον ως συνηθισμένο περιστατικό – «κάθε μέρα μου φέρνουν μηχανάκια σπρώχνοντας» του είχε πει και ο βενζινάς, «μην πας στους μπάτσους, θα χάσεις την ώρα σου».
Επιστρέφοντας σπίτι, σκέφτηκε να μιλήσει στους γείτονές του. Τα είχε εξάλλου με όλους καλά, ήταν άνθρωπος κοινωνικός, με την καλημέρα του και τις κουβέντες του. Θα τους ζητούσε βοήθεια. Δίπλα μένει ένας λαχαναγορίτης που δένει το ΧΤ του με αλυσίδες στο κάγκελο του παραθύρου, απέναντι και τριγύρω υπάρχουν σπίτια με πυλωτές, ίσως κάποιος είχε λίγο χώρο στο γκαράζ της πολυκατοικίας του να κρύβει εκεί τη μηχανή. Όχι μέσα, όχι, απλώς στην πυλωτή, να τη χάσουν για λίγο τα κλεφτρόνια, μήπως και τον αφήσουν ήσυχο. Δεν θα είχε μάλιστα αντίρρηση να περπατήσει και λίγο, δεν τον ένοιαζε αν η πολυκατοικία που θα τον φιλοξενούσε θα ήταν 5, 10 ή παραπάνω λεπτά δρόμο από το σπίτι του.
Στους πρώτους που απευθύνθηκε, ακριβώς απέναντι απότο σπίτι του, εξεπλάγησαν – εκείνος όμως εξεπλάγην περισσότερο.
«Πριν δυο μέρες μας έκλεψαν ένα παπάκι από την πυλωτή» του είπαν. Εγκατέλειψε αμέσως την ιδέα να μιλήσει σε άλλους. Μετά απευθύνθηκε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού του. Θα μπορούσε ίσως να τη βάζει στην πίσω αυλή, περνώντας τη μέσα από την είσοδο της πολυκατοικίας;
«Εμένα μου έκλεψαν το παπί μέσα από την είσοδο της πολυκατοικίας» του είπε εκείνος. «Άσε που όλο μάλωνα με την πεθερά μου που μένει στο ισόγιο επειδή το έβαζα εκεί. Ευτυχώς, τώρα πια κλειδώνουμε την είσοδο όπως θα έχεις δει». Ωστόσο, ο άνθρωπος του έδωσε ένα κλειδί από μια οικοδομή λίγα λεπτά από εκεί, περιφραγμένη με τσίγκους και κλειδωμένη με λουκέτο, όπου θα μπορούσε να βάζει τα βράδυα τη μηχανή και μετά να επιστρέφει με τα πόδια στο σπίτι.
«Πήγαινε να τη δεις, ίσως σου κάνει». Και όντως πήγε και είδε το χώρο. Τι θα γινόταν όμως αν τον έβλεπαν καθημερινά να τη βάζει εκεί και μετά να φεύγει; Και γιατί δεν είναι πιο εύκολο να σηκώσεις μια μηχανή από μια έρημη οικοδομή, απ’ ότι από το δρόμο, όπου τουλάχιστον είναι σε κοινή θέα και δεμένη στο δέντρο;
Η λύση που βρήκε τελικά, ήταν αυτή που απευχόταν από την αρχή και την οποία του πρότεινε η γυναίκα του. Θα την πάρκαρε στο πατρικό των γονιών του -είχαν κήπο και ψηλά κάγκελα, και θα πήγαινε όταν χρειαζόταν με το ποδήλατο και αλλάζοντας μετρό στο Σύνταγμα- να την παίρνει από εκεί. Μετά από αυτό ησύχασε λίγο.
Έκανε και τη διαδρομή μια φορά, χτες μόλις. Σπαστικό όσο να ‘ναι, όμως τι να κάνεις; Από το να χάσεις μια μηχανή πεντέμισι χιλιάδων, καλύτερα να περπατήσεις και λίγο. Άσε που θα κάνεις και ποδήλατο που το ‘χες παραμελήσει τελευταία, έλεγε στον εαυτό του. Την ιδέα πάντως να τη στήσει στα κλεφτρόνια, δεν την εγκατέλειψε.
Απλά τώρα πια δεν έχει «δόλωμα», δεν έχει πια τη μηχανή στο δρόμο. Δεν έχει πια όμως ούτε και ξαφνικά πετάγματα σε κάποια κοντινή θάλασσα για μπάνιο με το κορίτσι, ούτε παρορμητικό μεταμεσονύκτιο ποτό στο κέντρο της πόλης, ούτε ένα απρογραμμάτιστο καφέ με φίλους.
Σκέφτηκε να συνεχίσει να ψάχνει, πιο ψύχραιμα πια και εκ του ασφαλούς, στις γύρω πολυκατοικίες μήπως και δεχόταν κανείς να φιλοξενήσει τη μηχανή του.
Λίγες μέρες μετά, όμως, δέκα νούμερα από το σπίτι του, στον ιδιο δρόμο, δολοφονήθηκε ένας 80χρονος από κάποιους που έβαλαν στο μάτι τη σύνταξή του – το δείξαν και τα κανάλια. Τώρα πια ξέρει. Και έχει σταματήσει πλέον να ρωτά. Είτε τους γείτονες είτε τον εαυτό του. Αν ο μοι γένοιτο κάποια στιγμή συμβεί το απευκταίο, οι αυριανοί δικαστές του -και κανείς- δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν ότι το φονικό είναι σαν την ψήφο. Η πρόθεση φόνου δεν ισοδυναμεί με φόνο από πρόθεση, ακριβώς όπως η πρόθεση ψήφου των δημοσκοπήσεων δεν σημαίνει και απαραίτητα ψήφο από πρόθεση σε όσους μας κυβερνούν.

Για το
Protagon


Photo: Brenda Brand

No comments: