''Γεννήθηκα τον Γενάρη του 1924 στην Κηφισιά. Ο παππούς μου ήταν Μικρασιάτης. Πέρασε στη Σαντορίνη όπου παντρεύτηκε μια κοπέλα απ’ την Οία. Μετά από ένα χρόνο ήρθαν στην Αθήνα, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Μεγάλωσα στην Κηφισιά. Τότε ήταν δάσος και χωράφια. Μόνο το τρένο ανέβαινε εκεί επάνω.
Υπήρχε η γειτονιά στα κάτω Αλώνια όπου μέναμε, κοντά στο σημερινό Ζηρίνειο.
Από το 1952 και μετά ήρθα στο Μαρούσι, γιατί εκεί απάνω δεν υπήρχε τίποτα.
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον Καραγκιόζη από μικρός βλέποντας τον πατέρα μου. Έπαιζα καραγκιόζη αλλά στο σπίτι. Ερχόταν όλη η γειτονιά να δει την παράσταση, αλλά δεν με άφηνε ο πατέρας μου να παίξω επαγγελματικά.
Περάσαμε δύσκολα χρόνια. Πήγαινα με τα πόδια από την Κηφισιά στο Τατόι, ξυπόλητος, και δούλευαμε χτίστες.
Έχτιζα, μαζί με τον πατέρα μου, αλλά ήμουν πολυτάλαντος, έκανα και σκηνικά, διακοσμούσα. Κάτι που συνέχισα και μετά την Κατοχή για τα επόμενα 15 χρόνια.
Μια μέρα ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά από φυματίωση. Ήμουν 17 χρονών. Πήγαινα σχολείο ακόμη. Και έτσι, ένα βράδυ και μπροστά στο ενδεχόμενο να επιστρέψουν τα χρήματα στον κόσμο που είχε κόψει εισιτήριο, ο θεατρώνης τον έπεισε να με αφήσει να παίξω εγώ στη θέση του. Μέχρι τότε, δεν με άφηνε ούτε πίσω από το πανί να μπαίνω να τον βοηθάω. Έτσι ξεκίνησα.
Σωτήρης Σπαθάρης ----------->
Ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω καραγκιοζοπαίκτης, αλλά αρχιτέκτονας. Είχα όμως ταλέντο, γιατί αν και μικρός, ζωγράφιζα τις διαφημιστικές ταμπέλες του Καραγκιόζη για τις παραστάσεις του. Μετά από ένα μήνα έγινε καλά και ενώ εγώ έπαιζα με επιτυχία στη θέση του, όπου μέχρι και τα πεζοδρόμια έβαζαν καρέκλες για να χωράει ο κόσμος, ήρθε και είδε κρυφά μια παράστασή μου. Μου είπε: «Αυτό ήταν, τελείωσε. Τράβα μπροστά και μη φοβάσαι».
Έπαιζα σε αυτοσχέδια υπαίθρια θεατράκια, σε Κηφισιά και Μαγκουφάνα – η σημερινή Πεύκη. Σε πλατείες.
Ερχόταν τότε η εφορία, κάθε μήνα από την πρώτη μέχρι τις επτά, να ελέγξει πόσα εισιτήρια κόβουμε. Εγώ, μόνο όταν έφευγε ο εφοριακός έβαζα τα ηρωικά έργα που άρεσαν στον κόσμο, και γέμιζε το θέατρο.
Πάντα είχα τη δική μου φωνή. Δεν κάνω λαρυγγισμούς. Τις φωνές τις έμαθα μόνος μου όχι από κάποιον άλλο. Πάνω στην παράσταση, άρχιζα και άλλαζα μόνος μου τις φωνές. Λαρυγγοφωνία δεν έκανα ποτέ όπως άλλοι καραγκιοζοπαίκτες, πάντα έπαιζα ελεύθερα – η φωνή μου που ακούς, είναι η φωνή του Καραγκιόζη, δεν τον έχω «στήσει». Αναπνέω κανονικά. Και την ασετυλίνη ή το λάδι από το φωτισμό, τα κατάπινα μόλις και έπαιρνα βαθειά αναπνοή.
Τις φιγούρες τις έφτιαχνα μόνος μου. Από χαρτόνι κούτας και μπακαλόχαρτο που το χρωματίζαμε για να αποκτήσει αποχρώσεις πίσω από το πανί. Να ζωντανέψει. Οι χαρτονένιες φιγούρες, για να δείχνουν στη σκιά, έπρεπε να είναι διάτρητες, με αποτέλεσμα να χαλάνε εύκολα από τη χρήση. Έτσι «ξεπέσαμε» στο δέρμα. Αργότερα όταν φτιάχναμε και από δέρμα, δεν το συμπαθούσα πολύ, γιατί ήταν σκοτεινές - όταν το απομάκρυνες από το πανί γινότανε φλου. Χανότανε, ενώ το διάτρητο χαρτόνι είναι πάντα καθαρό γιατί περνάει από μέσα του το φως.
Τα παιχνίδια που είχα μικρός ήταν το ποδήλατο, η μπάλα από πανί, το ξυλίκι. Κρυφτό, αμπάριζα. Έφτιαχνα πατίνια - ήμουν άσσος σε αυτό. Μέχρι που έβαζα φρένο και του κοτσάριζα και καρότσι, στο οποίο χώραγαν τρεις τέσσερις και τους κατέβαζα στις κατηφοριές. Μετά το σπρώχναμε όλοι μαζί να ξανανέβουμε.
Έγραφα πάρα πολλά δικά μου έργα, πέρα από τα παραδοσιακά. Έργα που δεν τα ήξερε κανείς. Πήγαινα να παίξω λόγου χάρη στην Τρίπολη και προηγουμένως είχα φροντίσει να μάθω ποια ήταν η ιστορία του κάθε τόπου, ποιος είναι εκεί ο καπετάνιος και έτσι εμπλούτιζα τα έργα μου αυτοσχεδιάζοντας.
Από την εποχή που έπαιζα εγώ Καραγκιόζη έχουν αλλάξει πολλά. Κατ’ αρχάς ο κόσμος. Δεν υπάρχουν πια καραγκιοζοθέατρα ή θέατρα σκιών, παλιά υπήρχαν 100 – 200 σε όλη την Ελλάδα. Υπήρχαν τότε πολλοί καλοί παίκτες. Ο Μανωλόπουλος, ο Μόλλας…
Το 1947, στη Θήβα όταν είχα πάει, μεγάλωσαν το θέατρο τέσσερις φορές, για να χωρέσει ο κόσμος. Ο θεατρώνης μάλιστα, είχε βάλει υποθήκη το σπίτι του για να πάρει καρέκλες, ένα σπίτι το οποίο το είχε τάξει στο γαμπρό του! Εγώ τώρα, επειδή μου είπε μια λέξη παραπάνω, θύμωσα και σηκώθηκα κι έφυγα πίσω στην Αθήνα. Για να μην πάει φυλακή, ήρθαν μετά και με παρακάλεσαν να επιστρέψω να παίξω. Αλλά μετά είχα άλλο πρόβλημα, γιατί είχα ένα τραγουδιστή που του είχε απαγορεύσει η Μητρόπολη Θήβων να τραγουδά στον Καραγκιόζη, επειδή ήτανε ψάλτης. Δύσκολες εποχές.
Έχω γυρίσει από δυο φορές όλο τον κόσμο, από την Γαλλία και την Αγγλία, μέχρι την Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Έχω παίξει στο Κρεμλίνο, σε θέατρο 6.000 θεατών, και στο Κάρνεγκι Χολ που ήταν μεγάλη υπόθεση…
Στην Κατοχή, έπαιζα κρυφά απ’ τους Γερμανούς. έργα ηρωικά που εμψύχωναν το λαό και περνούσαν μηνύματα. Ο Διάκος, ο Κολοκοτρώνης, ο Κατσαντώνης… Μια μέρα που έπαιζα θυμάμαι την «Εκδίκηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου», με συνέλαβαν και με πήγαν στην Κομαντατούρ. Με ανέκρινε ο Γερμανός φρούραρχος με διερμηνέα τον Φριτς Λάντερ, έναν φιλέλληνα και φιλότεχνο, ξυλογράφο, που είχα γνωρίσει από τον Γιάννη Τσαρούχη.
Μόλις με είδε τα χασε: «Τι θες εσύ εδώ; »; με ρώτησε.
«Δεν ήρθα. Με φέρανε γιατί τάχα δεν σκότωνα μεμέτες του ‘21, αλλά Γερμανούς» του απάντησα.
Για να με αφήσουν, αναγκάστηκα να δώσω δυο παραστάσεις για τον Φρούραρχο. Μετά απ’ αυτό, μου έδωσαν την άδεια να παίζω ελεύθερα τα έργα μου και φυσικά, συνέχισα πιο έντονα από πριν να παρουσιάζω έργα ηρωικά.
Αν έγραφα σήμερα μια ιστορία για τον Καραγκιόζη δεν θα άλλαζα τίποτα. Θα σατίριζε ότι σατίριζε πάντα. Είναι ο άνθρωπος ο πεινασμένος, ο καταπιεσμένος και ο κατατρεγμένος. Ναι, και στον 21ο αιώνα. Το «Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε» είναι διαχρονικό σατιρικό σύνθημα.
Στα χρόνια μου, όλος ο κόσμος πείναγε, ήταν ξυπόλητοι, αλλά δούλευαν. Μάζευαν ξύλα, κάρβουνα ή έχτιζαν. Σήμερα, κανείς δεν είναι ξυπόλητος, αλλά όλοι πεινάνε…
Λογοκρισία γνώρισα μόνο στη χούντα. Με κάλεσαν να παίξω στην κρατική τηλεόραση και ήθελαν να τους υποβάλλω το σενάριό μου για να το εγκρίνει η επιτροπή λογοκρισίας.
«Τι να υποβάλλω;» λέω. «Θα παίξω τον Καραγκιόζη Προφήτη».
Μου απάντησαν: «Και τι θα προφητεύσει;».
Τέσσερα – πέντε έργα άλλαξα εκείνη τη μέρα, μέχρι να βρω κάποιο που να μου επιτρέπουν να παιχτεί. Χωρίς να έχω φτιάξει φιγούρες, χωρίς τίποτα. Μετά είχα άλλο πρόβλημα, γιατί το θέατρο Σκιών είναι κατά βάση αυτοσχεδιαστική τέχνη και συχνά αυτά που έπαιζα στο πανί δεν είχαν πολλή σχέση με τους διαλόγους που είχαν εγκρίνει…
«Έχεις δίκιο, αλλά το θέλουμε γραμμένο» μου έλεγαν.
Μια από τις πιο απολαυστικές στιγμές μου, ήταν στο έργο ο Καραγκιόζης Αστροναύτης. Το έγραψα μέσα σε μια νύχτα, την επόμενη έφτιαξα τις φιγούρες και το βράδυ το ανέβασα. Ήταν το 1962, όταν με πληροφόρησαν ότι στην αυριανή παράσταση στην Αθήνα, θα φιλοξενούσαμε τον πρώτο άνθρωπο που ένα χρόνο πριν είχε κάνει πτήση γύρω απ’ τη γη, τον Ρώσο κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν. Τη μεθεπόμενη βέβαια οι δημοσιογράφοι με κατηγόρησαν ότι έκανα τον Καραγκιόζη «μοντέρνο», τα επόμενα χρόνια όμως, όλοι οι καραγκιοζοπαίκτες ανέβασαν έργο με τον Καραγκιόζη αστροναύτη.
Θα έπρεπε να φτιάξουν ένα άγαλμα του Καραγκιόζη. Όλη η Ελλάδα εθεατρίστηκε μαζί του. Οι άνθρωποι με αυτόν έμαθαν να γελούν και να ονειρεύονται. Και ήταν πάντα όπως διαφημίζαμε «ένα θέαμα για μικρούς και μεγάλους». Ένα έργο όπως π.χ. «Ο Καραγκιόζης Δήμαρχος» δεν είναι παιδικό θέαμα. Σε πολλά μέρη δεν μπορούσα να το παίξω επειδή δεν το ήθελε ο Α ή ο Β ντόπιος άρχοντας.
Τι θες να μάθεις; Έχω κάνει πολλά πράγματα. Συνεργάστηκα μουσικά με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Γλυκερία. Έκανα ραδιόφωνο στο Σκάι για τρία χρόνια με τον Μητσικώστα σε εκπομπή σάτιρας – εκείνος έκανε τους πολιτικούς κι εγώ τον Καραγκιόζη. Τα τελευταία χρόνια ζωγραφίζω.
Πίσω απ’ το πανί, είχα μαζί μου ένα ή δυο βοηθούς που βαστούσαν τις φιγούρες, τον τραγουδιστή, που γνώριζε όλα τα τραγούδια της υπαίθρου, τα παραδοσιακά και το «τουρκάκι» όπως το λέγαμε, τον τραγουδιστή δηλαδή που γνώριζε τους αμανέδες και τα τούρκικα.
Απ’ έξω, ήταν παλιά η ορχήστρα. Κιθάρα, κλαρίνο, βιολί, σαντούρι και γκρανκάσα. Το καλοκαίρι είχαμε κλαρίνο και κορνέτα, που εκτελούσαν και χρέη τελάλη, για να ακούει η γειτονιά ότι αρχίζει ο Καραγκιόζης. Τα πνευστά ήταν πιο καλοκαιρινά, πιο πανηγυρτζίδικα, σα να λέμε. Ένα σωστό θέατρο Σκιών. Αυτές ήταν παραστάσεις.
Για μένα όλες οι φιγούρες ήταν παιδιά μου και ήμουν μετρημένος με αυτές. Με τον Χατζατζάρη, τα Κολλητήρια και τον Μορφονιό ή τον Διονύσιο. Το να ξέρει κάποιος να κάνει σωστά και όμορφα χαρακτήρες απαιτητικούς όπως ο Μπαρμπα-Γιώργος ή ο Πασάς, είναι πολύ δύσκολο. Καμία φιγούρα δεν μου ήταν περισσότερο αγαπημένη από τον Καραγκιόζη. Αλλά δεν πρέπει να σταθούμε μόνο σε αυτόν.
Θα ήθελα ο κόσμος να με θυμάται, ως τη φωνή του Καραγκιόζη.
Ευγένιος Σπαθάρης, Καραγκιοζοπαίκτης
(Φεβρουάριος 2009. Συνολική απομαγνητοφώνηση από μια αδημοσίευτη συνέντευξη, που μόνο ένα μικρό μέρος της - περί τις 300 λέξεις, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό STATUS. Ο Ευγένιος Σπαθάρης είναι σήμερα περίπου 85 χρονών.).
4 comments:
Συγχαρητήρια! Καλά έκανες και ανέβασες όσα αυτός ο άνθρωπος είχε να πει. Θα ήταν κρίμα να μη διαβαστούν!
Ευχαριστώ τζένη. Ζούμε στην εποχή της εικόνας και συνήθως στα περιοδικά lifestyle, συχνά θυσιάζεται το κείμενο προς όφελος της.
Δεν διαφωνώ καθόλου με αυτό, απλώς καλό είναι να υπάρχουν κάπου διαθέσιμα "για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι", όσα ορισμένοι σημαντικοί άνθρωποι έχουν να πουν.
Tha ta mathes fantazomai...
http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=42025
Nαι...
:(
Post a Comment